προφυλάγω

προφυλάγω
προφυλάγω και προφυλάω προφύλαξα, προφυλάχτηκα, προφυλαγμένος
1. φυλάγω, προστατεύω, αποτρέπω κακό.
2. το μέσ., προφυλάγομαι φροντίζω για τον εαυτό μου, προασπίζω τον εαυτό μου: Να προφυλάγεσαι στο ταξίδι να μην κρυολογήσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραφυλά(γ)ω — παραφυλάσσω και αττ. τ. παραφυλάττω, ΝΜΑ νεοελλ. ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι νεοελλ. μσν. προφυλάγω, διατηρώ κάτι με προσοχή (α. «τα παραφυλάει τα ρούχα του» β. «τὰ εἴπαμεν εἰς αλλήλους νὰ τὰ παραφυλάσσωμεν, κανεὶς νὰ μὴν τὰ μάθει», Λίβ.… …   Dictionary of Greek

  • προκαλύπτω — ΝΑ [καλύπτω] κρεμώ κάτι μπροστά από κάτι άλλο ως κάλυμμα νεοελλ. 1. προφυλάγω κάτι αποκρύβοντάς το 2. στρ. προφυλάσσω, υπερασπίζω κάτι με προκάλυψη αρχ. 1. μέσ. προκαλύπτομαι α) βάζω επάνω μου κάτι ως κάλυμμα («πέπλων... προυκαλύπτετ εὐπήνους… …   Dictionary of Greek

  • προφυλάσσω — ΝΜΑ, και προφυλάγω Ν, και αττ. τ. προφυλάττω Α 1. είμαι φύλακας, φρουρός, φυλάγω, προασπίζω, περιφρουρώ («προφυλάσσω νηόν», Ύμν. Απόλλ.) 2. προστατεύω κάποιον ή κάτι από ενδεχόμενο κίνδυνο (α. «τα αντιηλιακά προφυλάσσουν από την ακτινοβολία» β.… …   Dictionary of Greek

  • προφυλάω — προφυλάω, προφύλαξα βλ. πίν. 231 Σημειώσεις: προφυλάω : ορισμένες φορές απαντάται και ο τύπος προφυλάγω (με κλίση κατά το τυλίγω, βλ. πίν. 21 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απαγκιάζω — άγκιασα 1. μτβ., προφυλάγω κάτι από τον αέρα: Το διπλανό σπίτι είναι ψηλότερο κι απαγκιάζει το δικό μας. 2. αμτβ., είμαι προφυλαγμένος από τον αέρα: Ας κάτσουμε εδώ που απαγκιάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασφαλίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, κάνω κάτι ασφαλές, προφυλάγω από ενδεχόμενο κίνδυνο, εξασφαλίζω: Είχε ξεχάσει να ασφαλίσει το όπλο του. – Πρέπει να ασφαλίσω το σπίτι μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισκιώνω — ιωσα, ιώθηκα, ισκιωμένος, η, ο 1. σκιάζω, σκεπάζω με σκιά. 2. μτφ., προστατεύω, προφυλάγω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιφρουρώ — περιφρούρησα, περιφρουρήθηκα, περιφρουρημένος, προφυλάγω, προστατεύω: Περιφρουρώ τα συμφέροντα του κράτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προασπίζω — προάσπισα, προασπίστηκα, προστατεύω, προφυλάγω, υπερασπίζω: Προασπίζω τα συμφέροντά μου. – Προασπίζω την υπόληψή μου κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προστατεύω — προστάτεψα, προστατεύτηκα 1. υπερασπίζω, προφυλάγω, φροντίζω μην πάθει κακό κάποιος, ενδιαφέρομαι, συντηρώ: Προστατεύει και τα παιδιά της χήρας αδελφής του. 2. ενισχύω ηθικά και υλικά: Προστατεύει τα γράμματα και τις επιστήμες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”